revolcón - ορισμός. Τι είναι το revolcón
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι revolcón - ορισμός

Revolcon

revolcón         
Sinónimos
sustantivo
revolcón         
revolcón (inf.) m. Acción de revolcar[se]. Revuelco.
Dar un revolcón a alguien (inf.). *Derrotarle en una discusión, dejarle *deslucido demostrando que no sabe de una cosa, o *humillarle merecidamente. Revolcar.
Darse un revolcón (vulg.). Entregarse a juegos amorosos una pareja, especialmente si lo hace tumbada.
revolcón         
sust. masc. fam.
1) Revuelco.
2) fig. fam. Acción y efecto de revolcar o vencer al adversario. Se utiliza más con el verbo dar.

Βικιπαίδεια

Revolcón

Revolcón es el segundo disco del grupo de rock español Marea, lanzado al mercado en el año 2000, con el que empezaba a consolidarse el grupo a nivel nacional.[1]

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για revolcón
1. Jugar con la futurología le valió un buen revolcón moral.
2. El revolcón ocurrió en la biblioteca pública de Honolulú.
3. Las Bolsas dieron otro revolcón a los inversores con caídas generalizadas, de hasta el 4% en Europa.
4. Y hasta el propio Gobierno iraquí ha condenado la acción, en un inusual revolcón a su valedor estadounidense.
5. En ese grupo rodaba Faubel, embotellado entre el tráfico y consciente de que un revolcón por la tierra hubiera significado la coronación del enemigo.
Τι είναι revolcón - ορισμός